ἐπεγείρειν

ἐπεγείρειν
ἐπεγείρω
awaken
pres inf act (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • επεγείρω — ἐπεγείρω (Α) [εγείρω] 1. σηκώνω από τον ύπνο, ξυπνώ («μηδ εὕδοντ ἐπέγειρε», Θέογν.) 2. ξεσηκώνω, διεγείρω («τὸ πάλαι κείμενον ἤδη κακόν... ἐπεγείρειν», Σοφ.) 3. ανορθώνω, σηκώνω επάνω 4. (η μτχ. ενεργ. παρακμ. με παθ. σημ.) επεγρηγορώς ξύπνιος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”